- νεόσσυτος
- νεό-σσῠτος, ον,A = νέορτος, Hsch.;
ἰχώρ Nonn.D.29.268
; ὄγκος ἀνίης ib.4.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰχώρ Nonn.D.29.268
; ὄγκος ἀνίης ib.4.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεόσσυτος — νεόσσυτος, ον (Α) αυτός που μόλις ξεκινά, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σσυτος (< σεύομαι «ξεκινώ, ορμώ»), πρβλ. θεό σσυτος, παλί σσυτος] … Dictionary of Greek
νεόσσυτον — νεόσσυτος masc/fem acc sg νεόσσυτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόσσυτα — νεόσσυτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)